ποτιτέρπω

ποτιτέρπω
Α
(επικ. τ.) προστέρπω*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + τέρπω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προστέρπω — και δωρ. τ. ποτιτέρπω Α τέρπω, ευχαριστώ κάποιον περισσότερο («ἀλλὰ σὲ μὲν θεράπων ποτιτερπέτω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * / ποτι (βλ. λ. ποτί) + τέρπω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”